- κλιματάρχης
- κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος)1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαιτάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν-άρχης, νομ-άρχης. Ο τ. κλιμάταρχος < κλίμα, -ατος + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.